Rigido στα ελληνικά
Μετάφραση: rigido, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, άκαμπτος, δριμύς, ισχυρός, αλύγιστος, άτεγκτος, αδιάλλακτος, σέρτικος, σοβαρός, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- righello στα ελληνικά - κανόνας, ιθύνω, βασιλεύω, χάρακας, αποφασίζω, ρίγα, κυβερνήτης, ...
- rigidità στα ελληνικά - ακαμψία, ακαμψίας, δυσκαμψία, την ακαμψία, δυσκαμψίας
- rigo στα ελληνικά - παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, επενδύω, γραμμής, σύμφωνα, line, ...
- rigoglioso στα ελληνικά - βαθμολογώ, κατατάσσω, βαθμός, βαθμίδα, πλούσια, πλούσιο, πυκνή, ...
Τυχαίες λέξεις
Rigido στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, άκαμπτος, δριμύς, ισχυρός, αλύγιστος, άτεγκτος, αδιάλλακτος, σέρτικος, σοβαρός, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Μεταφράσεις: αυστηρός, άκαμπτος, δριμύς, ισχυρός, αλύγιστος, άτεγκτος, αδιάλλακτος, σέρτικος, σοβαρός, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου