Αποφοιτώ στα ιταλικά

Μετάφραση: αποφοιτώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laureato, laurea, di laurea, laureata, diplomato
Αποφοιτώ στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφοιτώ

αποφοιτώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποφοιτώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αποφεύγω στα ιταλικά - sfuggire, eludere, evitare, scansare, schivare, trucco, evitare di, ...
  • αποφοίτηση στα ιταλικά - laurea, graduazione, di laurea, la laurea, diploma
  • αποφυγή στα ιταλικά - prevenzione, evitare, evasione, elusione, evitamento
  • αποχή στα ιταλικά - tolleranza, astensione, un'astensione, l'astensione, astensionismo
Τυχαίες λέξεις
Αποφοιτώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: laureato, laurea, di laurea, laureata, diplomato