Αποφοιτώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποφοιτώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gradualmente, graduar, graduado, diplomado, graduação
Αποφοιτώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφοιτώ

αποφοιτώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποφοιτώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποφεύγω στα πορτογαλικά - evite, evacue, prevenir, poupar, evitar, presumir, evadir, ...
  • αποφοίτηση στα πορτογαλικά - graduação, formatura, da graduação, de graduação, a graduação
  • αποφυγή στα πορτογαλικά - anulação, evitar, evasão, prevenção, evitação
  • αποχή στα πορτογαλικά - paciência, abstenção, a abstenção, de abstenção, abstenções
Τυχαίες λέξεις
Αποφοιτώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gradualmente, graduar, graduado, diplomado, graduação