Γερός στα ιταλικά

Μετάφραση: γερός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antico, anziano, vecchio, vecchia, vecchi, antica
Γερός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γερός

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γερός λεξικό γλώσσας ιταλικά, γερός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα ιταλικά - anziano, vecchio, antico, gerikos
  • γέρνω στα ιταλικά - curvare, scarso, pendenza, svolta, piegarsi, flessione, scarno, ...
  • γέφυρα στα ιταλικά - ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti
  • γήινος στα ιταλικά - terreno, terrestre, terrena, terrene
Τυχαίες λέξεις
Γερός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: antico, anziano, vecchio, vecchia, vecchi, antica