Γνέθω στα ιταλικά
Μετάφραση: γνέθω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruotare, rotazione, giro, effetti, centrifuga, di spin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γνέθω
γνέθω κλώθω, γνέθω λεξικό γλώσσας ιταλικά, γνέθω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γλύφω στα ιταλικά - scolpire, glifo, glifi, icona, glyph, di glifi
- γλώσσα στα ιταλικά - romito, solitario, singolo, suola, sogliola, lingua, solo, ...
- γνέφω στα ιταλικά - mossa, gesto, segnalare, movimento, cenno, moto, beckon, ...
- γνήσια στα ιταλικά - genuino, autentico, genuina, autentica, vero e proprio
Τυχαίες λέξεις
Γνέθω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ruotare, rotazione, giro, effetti, centrifuga, di spin
Μεταφράσεις: ruotare, rotazione, giro, effetti, centrifuga, di spin