Γνέθω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γνέθω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derramamento, derramar, rotação, giro, fiar, centrifugação, girar
Γνέθω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνέθω

γνέθω κλώθω, γνέθω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γνέθω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γλύφω στα πορτογαλικά - glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo
  • γλώσσα στα πορτογαλικά - língua, só, pista, discurso, sozinho, terminologia, linguagem, ...
  • γνέφω στα πορτογαλικά - aceno, assinalar, gesto, signo, mãe, alistar, indicar, ...
  • γνήσια στα πορτογαλικά - deveras, verdadeiramente, genuíno, genuína, verdadeira, verdadeiro, real
Τυχαίες λέξεις
Γνέθω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: derramamento, derramar, rotação, giro, fiar, centrifugação, girar