Διακόρευση στα ιταλικά
Μετάφραση: διακόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diakorefsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόρευση
διακόρευση λεξικό, διακόρευση παρθενικού υμένα, διακόρευση λεξικό γλώσσας ιταλικά, διακόρευση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διακόπτης στα ιταλικά - cambiare, accensione, interruttore, scambiare, sostituzione, interruttore di, commutatore, ...
- διακόπτω στα ιταλικά - pausa, sosta, sospendere, sostare, requie, interrompere, interrompere la, ...
- διακύμανση στα ιταλικά - oscillazione, fluttuazione, fluttuazioni, di fluttuazione, variazione
- διαλέγω στα ιταλικά - eleggere, optare, scegliere, selezionare, scegli, scegliete, decidere
Τυχαίες λέξεις
Διακόρευση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diakorefsi
Μεταφράσεις: diakorefsi