Διακόρευση στα ουκρανικά
Μετάφραση: διακόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
diakorefsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόρευση
διακόρευση λεξικό, διακόρευση παρθενικού υμένα, διακόρευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διακόρευση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διακόπτης στα ουκρανικά - сполох, запав, ввімкнути, увімкнути, переключити, запалювання, спалах, ...
- διακόπτω στα ουκρανικά - баритися, перерва, питальний, замішання, пауза, питання, запитання, ...
- διακύμανση στα ουκρανικά - флуктуація, коливання, сумнів, вагання
- διαλέγω στα ουκρανικά - обман, виберіть, розв'язуватись, вибрати, розв'язуватися, обирати, вибирати, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακόρευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: diakorefsi
Μεταφράσεις: diakorefsi