Διακόρευση στα ρωσικά
Μετάφραση: διακόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
diakorefsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόρευση
διακόρευση λεξικό, διακόρευση παρθενικού υμένα, διακόρευση λεξικό γλώσσας ρωσικά, διακόρευση στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- διακόπτης στα ρωσικά - сбивалка, переключиться, лоза, включить, вспышка, хлыст, переключить, ...
- διακόπτω στα ρωσικά - пауза, прерывать, перемена, преграждать, передышка, остановка, вмешиваться, ...
- διακύμανση στα ρωσικά - неустойчивость, качание, флуктуация, колебание, текучесть, изменение, колебания, ...
- διαλέγω στα ρωσικά - облюбовать, рифмовать, избрать, решаться, решать, выбрать, выделить, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακόρευση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: diakorefsi
Μεταφράσεις: diakorefsi