Διακόρευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διακόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diakorefsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόρευση
διακόρευση λεξικό, διακόρευση παρθενικού υμένα, διακόρευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακόρευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διακόπτης στα ολλανδικά - aandraaien, inschakelen, aansteken, vervanging, gard, ontsteking, roede, ...
- διακόπτω στα ολλανδικά - afbreken, pauze, rust, pauzeren, stilte, interrumperen, schorsen, ...
- διακύμανση στα ολλανδικά - schommeling, fluctuatie, schommelingen, constant, constant en
- διαλέγω στα ολλανδικά - uitpikken, verkiezen, uitkiezen, uitlezen, uitzoeken, kiezen, kies, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακόρευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diakorefsi
Μεταφράσεις: diakorefsi