Διαπραγματεύομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: διαπραγματεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negoziare, trattare, colloquio, parlamentare, Parley, di Parley
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγματεύομαι
διαπραγματεύομαι ορισμος, διαπραγματεύομαι λεξικο, διαπραγματεύομαι συνώνυμα, διαπραγματεύομαι in english, διαπραγματεύομαι αγγλικα, διαπραγματεύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαπραγματεύομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαπραγμάτευση στα ιταλικά - negoziato, trattativa, negoziazione, contrattazione, di negoziazione
- διαπραγματευτής στα ιταλικά - negoziatore, negoziatrice, negoziatore di, il negoziatore, negoziatori
- διαπρεπής στα ιταλικά - notevole, preminente, preponderante, eminente, per eccellenza, autorevole
- διαρκής στα ιταλικά - permanente, persistente, continuo, costante, costanti, continua, costante di
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγματεύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: negoziare, trattare, colloquio, parlamentare, Parley, di Parley
Μεταφράσεις: negoziare, trattare, colloquio, parlamentare, Parley, di Parley