Θυσιάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: θυσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυσιάζω
θαυμάζω συνώνυμα, θυσιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, θυσιάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θυρωρός στα ιταλικά - bidello, custode, facchino, portiere, porter, portineria, portinaio
- θυσία στα ιταλικά - sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio
- θωπεύω στα ιταλικά - vezzeggiare, prediletto, carezza, beniamino, accarezzare, Tweedle
- θωριά στα ιταλικά - prospettiva, vista, apparenza, visuale, aspetto, veduta, margine, ...
Τυχαίες λέξεις
Θυσιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio
Μεταφράσεις: sacrificio, sacrificare, sacrifici, il sacrificio, sacrificio di, sacrifizio