Κοινοτυπία στα ιταλικά
Μετάφραση: κοινοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
truismo, verità lapalissiana, ovvio, assioma, luogo comune
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοτυπία
κοινοτυπία ορισμός, κοινοτυπία λεξικό, κοινοτυπία ετυμολογία, κοινοτυπία ή κοινοτοπία, κοινοτυπία λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοινοτυπία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κοινοβούλιο στα ιταλικά - parlamento, del Parlamento, Parlamento europeo, il parlamento, parlamentari
- κοινοπολιτεία στα ιταλικά - repubblica, del Commonwealth, commonwealth, Comunità, confederazione
- κοινωνία στα ιταλικά - comitiva, associazione, mazza, compagnia, sodalizio, società, club, ...
- κοινωνικός στα ιταλικά - sociale, socievole, sociali, social
Τυχαίες λέξεις
Κοινοτυπία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: truismo, verità lapalissiana, ovvio, assioma, luogo comune
Μεταφράσεις: truismo, verità lapalissiana, ovvio, assioma, luogo comune