Μυρίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: μυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
odore, odorato, odorare, profumo, sentire, aroma, annusare, odoro, puzzo, odore di, olfatto, l'odore
Μυρίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μυρίζω

μυρίζω σκόρδο, μυρίζω συνώνυμα, δεν μυρίζω, μυρίζω άσχημα, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, μυρίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μυθολογία στα ιταλικά - mitologia, la mitologia, della mitologia, mito
  • μυλωνάς στα ιταλικά - mugnaio, Miller, del mugnaio, fresa
  • μυρμήγκι στα ιταλικά - formica, ant, formiche, della formica, di formiche
  • μυρσίνη στα ιταλικά - mirto, Myrtle, di mirto, il mirto, mirti
Τυχαίες λέξεις
Μυρίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: odore, odorato, odorare, profumo, sentire, aroma, annusare, odoro, puzzo, odore di, olfatto, l'odore