Ρυάκι στα ιταλικά

Μετάφραση: ρυάκι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrente, profluvio, flusso, ruscello, grondare, Brook, torrente, rio, ruscello di
Ρυάκι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρυάκι

ρυάκι σου, ρυάκι συνώνυμα, ρυάκι στα αγγλικά, ρυάκι αγγλικά, τεχνητό ρυάκι, ρυάκι λεξικό γλώσσας ιταλικά, ρυάκι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ρούχα στα ιταλικά - abbigliamento, abiti, vestiti, i vestiti, indumenti
  • ρούχο στα ιταλικά - panno, stoffa, tessuto, tela, panno di
  • ρυθμίζω στα ιταλικά - correggere, adattare, assettare, emendare, adeguare, regolare, modificare, ...
  • ρυθμιστής στα ιταλικά - regolatore, regolatore di, regolazione, del regolatore, erogatore
Τυχαίες λέξεις
Ρυάκι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: corrente, profluvio, flusso, ruscello, grondare, Brook, torrente, rio, ruscello di