Σπιθίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: σπιθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
luccicare, scintillavano, scintillato, scintillava, brillavano, brillava
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιθίζω
σπιθίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, σπιθίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σπεύδω στα ιταλικά - sollecitare, furia, premura, volare, affrettare, fretta, affrettarsi, ...
- σπηλιά στα ιταλικά - grotta, caverna, cavità, cave, grotte, grotta di
- σπιθαμή στα ιταλικά - spanna, campata, intervallo, durata, periodo
- σπιθοβολώ στα ιταλικά - favilla, scintilla, scintillare, spithovolo
Τυχαίες λέξεις
Σπιθίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: luccicare, scintillavano, scintillato, scintillava, brillavano, brillava
Μεταφράσεις: luccicare, scintillavano, scintillato, scintillava, brillavano, brillava