Σπιθίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: σπιθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спалах, мигтіти, миготіння, мить, виблискували, блищали, сяяли, блискали, спалахували
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιθίζω
σπιθίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σπιθίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σπεύδω στα ουκρανικά - поспішність, спішити, поспішати, квапливість, квапитися, поспішатиме
- σπηλιά στα ουκρανικά - печера, Пещера, печеру
- σπιθαμή στα ουκρανικά - перекривати, п'ядь, простиратися, охоплювати, проліт, прогін
- σπιθοβολώ στα ουκρανικά - спалахувати, проблиск, надихати, улюблений, spithovolo
Τυχαίες λέξεις
Σπιθίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спалах, мигтіти, миготіння, мить, виблискували, блищали, сяяли, блискали, спалахували
Μεταφράσεις: спалах, мигтіти, миготіння, мить, виблискували, блищали, сяяли, блискали, спалахували