Στυγνός στα ιταλικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insensibile, brutale, brutali, efferato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας ιταλικά, στυγνός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα ιταλικά - mettere, posare, laico, deporre, collocare, porre, cospargere, ...
- στρώση στα ιταλικά - strato, mano, livello, strato di, strati, livello di
- στυλοβάτης στα ιταλικά - colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, ...
- στυλό στα ιταλικά - penna, pen, la penna, della penna, penna di
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: insensibile, brutale, brutali, efferato
Μεταφράσεις: insensibile, brutale, brutali, efferato