Στυγνός στα ουκρανικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, жорстокого
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στυγνός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα ουκρανικά - слабко, посипати, притрусити
- στρώση στα ουκρανικά - верства, обшивка, верству, прошарок, ґрунт, шар
- στυλοβάτης στα ουκρανικά - грабування, джерело, джерельце, докази, оплот, цитадель, опора
- στυλό στα ουκρανικά - пір'їна, перо, плантація, заключати, пишучи, ручка
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, жорстокого
Μεταφράσεις: затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, жорстокого