Στυγνός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calos, brutal, brutais, selvagem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στυγνός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα πορτογαλικά - acamar, estender, advogado, deitar, configuração, espalhar, strew, ...
- στρώση στα πορτογαλικά - camada, camada de, fase, camadas, layer
- στυλοβάτης στα πορτογαλικά - saquear, prova, coluna, suporte, esteio, pilar, mainstay, ...
- στυλό στα πορτογαλικά - bacia, pena, caneta, pen, caneta de, da pena
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: calos, brutal, brutais, selvagem
Μεταφράσεις: calos, brutal, brutais, selvagem