Στυγνός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брутални, брутален, бруталното, бруталниот, брутална
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στυγνός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα σλαβομακεδονικά - посипување, посипува, посипување на, посипува со, посипува со уште
- στρώση στα σλαβομακεδονικά - слој, обвивка, слојот, слој за
- στυλοβάτης στα σλαβομακεδονικά - потпора, преноќиште, столб, потпора на, главни преноќишта
- στυλό στα σλαβομακεδονικά - пенкало, пенкалото, перо, перото
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: брутални, брутален, бруталното, бруталниот, брутална
Μεταφράσεις: брутални, брутален, бруталното, бруталниот, брутална