Στυγνός στα ολλανδικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στυγνός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα ολλανδικά - zetten, vlijen, plaatsen, neerleggen, leggen, ballade, strooien, ...
- στρώση στα ολλανδικά - laag, layer, lagen, laagje
- στυλοβάτης στα ολλανδικά - kolom, steun, colonne, leuning, pilaar, steunpilaar, drager, ...
- στυλό στα ολλανδικά - hok, pen, de pen, pennen
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
Μεταφράσεις: brutaal, wreed, brutale, brute, wrede