Τραυματίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: τραυματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferita, ferire, piaga, danneggiare, lesioni, ledere, del male
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματίζω
τραυματίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, τραυματίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τραυλίζω στα ιταλικά - tartagliare, balbettare, balbuzie, balbettio, stammer, balbuziente
- τραυλισμός στα ιταλικά - balbuzie, la balbuzie, balbettare, balbuziente, balbetta
- τραυματικός στα ιταλικά - traumatico, traumatica, traumatiche, traumatici, traumatico da
- τραυματισμένος στα ιταλικά - ferito, feriti, infortunato, lesa, è infortunato
Τυχαίες λέξεις
Τραυματίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ferita, ferire, piaga, danneggiare, lesioni, ledere, del male
Μεταφράσεις: ferita, ferire, piaga, danneggiare, lesioni, ledere, del male