Τσιγκλώ στα ιταλικά

Μετάφραση: τσιγκλώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpire, urtare, battere, Ciglane
Τσιγκλώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκλώ

τσιγκλώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, τσιγκλώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • τσιγάρο στα ιταλικά - sigaretta, sigarette, di sigaretta, di sigarette, della sigaretta
  • τσιγαρίζω στα ιταλικά - sfrigolare, Saute, soffriggere, Soffritto, il saute, Far saltare
  • τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά - lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara
  • τσιγκουνιά στα ιταλικά - cupidigia, avarizia, bramosia, avidità, parsimonia, niggardliness
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκλώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: colpire, urtare, battere, Ciglane