Τσιγκλώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσιγκλώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tas, bonzen, zak, Ciglane
Τσιγκλώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκλώ

τσιγκλώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσιγκλώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσιγάρο στα ολλανδικά - arbeiden, sigaret, sigaretten, van sigaretten, cigarette, sigarettenaansteker
  • τσιγαρίζω στα ολλανδικά - bak, saute, bak de, van Saute, sauteer
  • τσιγκουνεύομαι στα ολλανδικά - stint, spaarzaam, stint van
  • τσιγκουνιά στα ολλανδικά - inhaligheid, schraperigheid, vrekkigheid, gierigheid, niggardliness
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκλώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tas, bonzen, zak, Ciglane