Τσιγκλώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσιγκλώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отрути, Ciglane
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγκλώ
τσιγκλώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιγκλώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσιγάρο στα ουκρανικά - цигарка, сигарета, сигарети
- τσιγαρίζω στα ουκρανικά - сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, ...
- τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά - обмеження
- τσιγκουνιά στα ουκρανικά - скупість, скнарість, жадібність, скупость
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκλώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: отрути, Ciglane
Μεταφράσεις: отрути, Ciglane