Άτακτος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: άτακτος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непаслухмяны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτακτος
άτακτοσ συνώνυμο, άτακτος και πονηρός ο μπαμπουίνος, άτακτος μαθητής, άτακτος λόγος, άτακτος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άτακτος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- άσχημα στα λευκορωσικά - блага, благi, дрэнны, дрэннай, дрэннага, кепскі, кепскай
- άσχημος στα λευκορωσικά - нiзкi, панчоха, пачварны, выродлівы, пачварным, з рэзаным вухам, рэзаным вухам
- άτεγκτος στα λευκορωσικά - непахісны, няўхільны, рашучы
- άτεχνος στα λευκορωσικά - вывіхнуць, падвярнуць
Τυχαίες λέξεις
Άτακτος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: непаслухмяны
Μεταφράσεις: непаслухмяны