Άτακτος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: άτακτος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непослушен, палаво, немирен, непослушните, палав
Άτακτος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτακτος

άτακτοσ συνώνυμο, άτακτος και πονηρός ο μπαμπουίνος, άτακτος μαθητής, άτακτος λόγος, άτακτος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άτακτος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • άσχημα στα σλαβομακεδονικά - лош, лоша, лошо, лоши, лошите
  • άσχημος στα σλαβομακεδονικά - грди, грдо, грд, грдото, грда
  • άτεγκτος στα σλαβομακεδονικά - бескомпромисен, бескомпромисна, безкомпромисна, бескомпромисни, бескомпромисно
  • άτεχνος στα σλαβομακεδονικά - splay
Τυχαίες λέξεις
Άτακτος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: непослушен, палаво, немирен, непослушните, палав