Άτακτος στα ουγγρικά

Μετάφραση: άτακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapkodó, rakoncátlan, rendszertelen, rendzavaró, csintalan, pajkos, rossz, szemtelen, huncut
Άτακτος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτακτος

άτακτοσ συνώνυμο, άτακτος και πονηρός ο μπαμπουίνος, άτακτος μαθητής, άτακτος λόγος, άτακτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άτακτος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άσχημα στα ουγγρικά - rossz, a rossz, rosszul, gonosz
  • άσχημος στα ουγγρικά - ronda, csúf, csúnya, rút
  • άτεγκτος στα ουγγρικά - rideg, rendíthetetlen, megalkuvást nem ismerő, kompromisszumok nélküli, megalkuvás nélküli, kompromisszumot nem ismerő
  • άτεχνος στα ουγγρικά - kikúposodás, kiékel, kiékelés, ferde, ellapult
Τυχαίες λέξεις
Άτακτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kapkodó, rakoncátlan, rendszertelen, rendzavaró, csintalan, pajkos, rossz, szemtelen, huncut