Узяць στα ελληνικά
Μετάφραση: узяць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, λαμβάνω, τοποθετώ, σφίγγω, αιχμαλωσία, καθορισμένος, πιάνω, παραλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, παραδέχομαι, δέχομαι, κράτημα, αρπάζω, συλλέγω, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- удавец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
- ужо στα ελληνικά - ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
- унiверсiтэт στα ελληνικά - πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακό, πανεπιστημιακή
- унутра στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε, Στο, μέσα σε, Στο πλαίσιο
Τυχαίες λέξεις
Узяць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, λαμβάνω, τοποθετώ, σφίγγω, αιχμαλωσία, καθορισμένος, πιάνω, παραλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, παραδέχομαι, δέχομαι, κράτημα, αρπάζω, συλλέγω, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Μεταφράσεις: αποκτώ, λαμβάνω, τοποθετώ, σφίγγω, αιχμαλωσία, καθορισμένος, πιάνω, παραλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, παραδέχομαι, δέχομαι, κράτημα, αρπάζω, συλλέγω, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν