Καινοτομώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καινοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абнаўляць, аднаўляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτομώ
καινοτομώ καθημερινή, καινοτομώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καινοτομώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- και στα λευκορωσικά - i, і
- καινοτομία στα λευκορωσικά - інавацыя, інавацыю
- καινοτόμος στα λευκορωσικά - інавацыйны
- καινοφανής στα λευκορωσικά - раман, роман
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абнаўляць, аднаўляць
Μεταφράσεις: абнаўляць, аднаўляць