Καινοτομώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: καινοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оновлювати, обновляти, поновлювати, оновити
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτομώ
καινοτομώ καθημερινή, καινοτομώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καινοτομώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- και στα ουκρανικά - теж, також, а, та, й, і
- καινοτομία στα ουκρανικά - безіменний, інновація, інновації
- καινοτόμος στα ουκρανικά - нововведення, інноваційний, інноваційного, іноваційний
- καινοφανής στα ουκρανικά - новітній, роман, новела
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: оновлювати, обновляти, поновлювати, оновити
Μεταφράσεις: оновлювати, обновляти, поновлювати, оновити