Καινοτομώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: καινοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, inova, inoveze, inovare, a inova, să inoveze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτομώ
καινοτομώ καθημερινή, καινοτομώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καινοτομώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- και στα ρουμανικά - tot, i, iar, și, si, și de, și a
- καινοτομία στα ρουμανικά - invenţie, inovație, inovare, inovării, inovarea, de inovare
- καινοτόμος στα ρουμανικά - inovatoare, inovator, inova, a inova, novatoare
- καινοφανής στα ρουμανικά - roman, nou, noi, romanul, nouă
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: pionier, inova, inoveze, inovare, a inova, să inoveze
Μεταφράσεις: pionier, inova, inoveze, inovare, a inova, să inoveze