Καινοτομώ στα τούρκικα

Μετάφραση: καινοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öncü, yenilik yapmak, yenilik, yenilikler, yenilikçi, yeniliklerine
Καινοτομώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καινοτομώ

καινοτομώ καθημερινή, καινοτομώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, καινοτομώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • και στα τούρκικα - keza, da, ve, de, hem, ile
  • καινοτομία στα τούρκικα - icat, yenilik, inovasyon, yenilikçilik, yeniliği, yenilikçi
  • καινοτόμος στα τούρκικα - yenilikler, yenilikçi, yenilik, yenileyerek, yenilemektedir
  • καινοφανής στα τούρκικα - roman, yeni, yeni bir, romanı
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öncü, yenilik yapmak, yenilik, yenilikler, yenilikçi, yeniliklerine