Κτήση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κτήση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήση
κτήση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, κτήση ελληνικής ιθαγένειας, κτήση κυριότητας με πράξη εφαρμογής, κτήση ακινήτου από μη κύριο, κτήση δικαιώματος, κτήση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κτήση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κτήνος στα λευκορωσικά - жывёла, звер, зьвер, зверь
- κτήριο στα λευκορωσικά - будынак
- κτήτορας στα λευκορωσικά - ўладальнік, уладальнік, каманды, гаспадар
- κτίστης στα λευκορωσικά - муляр, каменшчык, камешчык
Τυχαίες λέξεις
Κτήση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
Μεταφράσεις: валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне