Κτήση στα τούρκικα
Μετάφραση: κτήση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alan, küre, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήση
κτήση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, κτήση ελληνικής ιθαγένειας, κτήση κυριότητας με πράξη εφαρμογής, κτήση ακινήτου από μη κύριο, κτήση δικαιώματος, κτήση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κτήση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κτήνος στα τούρκικα - yaratık, hayvan, der, canavar, Beast, bir canavar
- κτήριο στα τούρκικα - yapı, bina, inşaat, binası, binanın
- κτήτορας στα τούρκικα - mal sahibi, sahip, sahibi, kitabı, sahibinin
- κτίστης στα τούρκικα - mason, taşçı, duvarcı, mason olan, bir mason
Τυχαίες λέξεις
Κτήση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alan, küre, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession
Μεταφράσεις: alan, küre, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession