Συνεπάγομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συνεπάγομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мець на ўвазе, на ўвазе, ўвазе, разумець
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεπάγομαι
συνεπάγεται english, συνεπάγομαι συνώνυμα, συνεπάγομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνεπάγομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συνεισφορά στα λευκορωσικά - ўклад, уклад, ўнёсак, унёсак, фундуш
- συνενώνω στα λευκορωσικά - кангламерат, канглямэрат
- συνεπής στα λευκορωσικά - паслядоўны, пасьлядоўны
- συνεπαίρνω στα λευκορωσικά - насiць, прынасiць, ўзбуджае, узбуджае, будзіць, абуджае, возбуждает
Τυχαίες λέξεις
Συνεπάγομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: мець на ўвазе, на ўвазе, ўвазе, разумець
Μεταφράσεις: мець на ўвазе, на ўвазе, ўвазе, разумець