Ένσταση στα λιθουανικά
Μετάφραση: ένσταση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένσταση
ένσταση ασεπ, ένσταση διαιρέσεως, ένσταση δίζησης, ένσταση απαραδέκτου, ένσταση συμψηφισμού, ένσταση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ένσταση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ένορκος στα λιθουανικά - žiuri narys, prisiekusiųjų, Grupės narys, prisiekusiųjų specialios sudėties, Atestuotas
- ένοχος στα λιθουανικά - kaltas, kaltu, kalti, kaltais, kalta
- ένταλμα στα λιθουανικά - garantija, orderis, laiduoti, patvirtinate, orderį
- ένταξη στα λιθουανικά - prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
Τυχαίες λέξεις
Ένσταση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas
Μεταφράσεις: prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas