Ένσταση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ένσταση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
objeção, objecção, oposição, objecções, excepção
Ένσταση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένσταση

ένσταση ασεπ, ένσταση διαιρέσεως, ένσταση δίζησης, ένσταση απαραδέκτου, ένσταση συμψηφισμού, ένσταση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένσταση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ένορκος στα πορτογαλικά - jurado, jurada, jurados, júri, juror
  • ένοχος στα πορτογαλικά - culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas
  • ένταλμα στα πορτογαλικά - abonar, afiançar, garantia, autorização, urdir, mandado, mandado de, ...
  • ένταξη στα πορτογαλικά - ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
Τυχαίες λέξεις
Ένσταση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: objeção, objecção, oposição, objecções, excepção