Ένσταση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ένσταση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifogás, kifogást, kifogása, kifogással, ellenvetés
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένσταση
ένσταση ασεπ, ένσταση διαιρέσεως, ένσταση δίζησης, ένσταση απαραδέκτου, ένσταση συμψηφισμού, ένσταση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ένσταση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ένορκος στα ουγγρικά - esküdt, zsűritag, esküdtet, zsűritagja
- ένοχος στα ουγγρικά - tettes, bűnös, bűnösnek, vétkes, bűnösök, vétkesek
- ένταλμα στα ουγγρικά - igazolvány, jogosultság, végzés, tanúság, szavatosság, felhatalmazás, parancs, ...
- ένταξη στα ουγγρικά - szerzeményezés, csatlakozás, csatlakozása, csatlakozási, csatlakozást, csatlakozásának
Τυχαίες λέξεις
Ένσταση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kifogás, kifogást, kifogása, kifogással, ellenvetés
Μεταφράσεις: kifogás, kifogást, kifogása, kifogással, ellenvetés