Αθωώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αθωώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išteisinti, reabilituoti, Pateisinti, Odciążyć, Pateisina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθωώνω
αθωώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αθωώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αθροιστικός στα λιθουανικά - kaupiamasis, besikaupiančia, kaupiamoji, besikaupiančios, akumuliaciniai
- αθωότητα στα λιθουανικά - naivumas, nekaltumas, tyrumas, nekaltybė, nekaltumo, nekaltumą
- αθώος στα λιθουανικά - nekaltas, nekaltu, nekalti, nekalto
- αθώωση στα λιθουανικά - išteisinimas, išteisinamasis, išteisinamasis nuosprendis, išteisinimo, išteisinamųjų nuosprendžių
Τυχαίες λέξεις
Αθωώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išteisinti, reabilituoti, Pateisinti, Odciążyć, Pateisina
Μεταφράσεις: išteisinti, reabilituoti, Pateisinti, Odciążyć, Pateisina