Αθωώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αθωώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absolver, descriminar, desculpar, ilibar, exculpate, isentar de culpa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθωώνω
αθωώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αθωώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αθροιστικός στα πορτογαλικά - acumulativo, cumulativo, acumulativa, acumulado, cumulativa
- αθωότητα στα πορτογαλικά - inocência, innocence, a inocência, infância innocence, inocente
- αθώος στα πορτογαλικά - interno, inocente, inocentes, inocência, innocent
- αθώωση στα πορτογαλικά - absolvição, a absolvição, absolvido, quitação, acquittal
Τυχαίες λέξεις
Αθωώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: absolver, descriminar, desculpar, ilibar, exculpate, isentar de culpa
Μεταφράσεις: absolver, descriminar, desculpar, ilibar, exculpate, isentar de culpa