Διανοητικά στα λιθουανικά
Μετάφραση: διανοητικά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
psichiškai, protiškai, psichikos, mintyse, proto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοητικά
διανοητικά προβλήματα, διανοητικά ασθενήσ, διανοητικά ασθενών διαδικαστικός κανονισμός, διανοητικά καθυστερημένοσ, διανοητικά καθυστερημένο, διανοητικά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διανοητικά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαμορφώνω στα λιθουανικά - stilius, maniera, mada, būdas, figūrą, Pasiūtas, fashioned, ...
- διανέμω στα λιθουανικά - skirti, skirstyti, siena, paskirstyti, platinti, platina, paskirsto
- διανοητικός στα λιθουανικά - protinis, psichikos, psichinės, psichinė, psichinę
- διανομέας στα λιθουανικά - paštininkas, skirstytuvas, platintojas, platintoja, platintojo
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: psichiškai, protiškai, psichikos, mintyse, proto
Μεταφράσεις: psichiškai, protiškai, psichikos, mintyse, proto