Διανοητικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: διανοητικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestelijk, mentaal, verstandelijk, verstandelijke, psychisch
Διανοητικά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανοητικά

διανοητικά προβλήματα, διανοητικά ασθενήσ, διανοητικά ασθενών διαδικαστικός κανονισμός, διανοητικά καθυστερημένοσ, διανοητικά καθυστερημένο, διανοητικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διανοητικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαμορφώνω στα ολλανδικά - trant, gedaante, wijs, mode, manier, vormen, aangaan, ...
  • διανέμω στα ολλανδικά - loten, verloten, rondgeven, verspreiden, besmeren, ronddelen, ontvouwen, ...
  • διανοητικός στα ολλανδικά - verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, mentaal, geestelijk, mentale, geestelijke
  • διανομέας στα ολλανδικά - stroomverdeler, postbode, distributeur, verdeler, brievenbesteller, leverancier, distributeurs, ...
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geestelijk, mentaal, verstandelijk, verstandelijke, psychisch