Διατηρώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: διατηρώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikyti, taupyti, išlaikyti, palaikyti, išsaugoti, palaiko, toliau taikyti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διατηρώ
διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, πως διατηρώ, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διατηρώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαταραχή στα λιθουανικά - netvarka, sutrikimas, sutrikimai, sutrikimo, liga
- διατείνομαι στα λιθουανικά - laikyti, apsimesti, apsimeta, pretenduoti, pretenduoja
- διατομή στα λιθουανικά - susikirtimas, sankirta, susikirtimo, sankirtos, transporto mazgas
- διατριβή στα λιθουανικά - disertacija, tezė, darbas, darbe, Darbą
Τυχαίες λέξεις
Διατηρώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laikyti, taupyti, išlaikyti, palaikyti, išsaugoti, palaiko, toliau taikyti
Μεταφράσεις: laikyti, taupyti, išlaikyti, palaikyti, išsaugoti, palaiko, toliau taikyti