Laikyti στα ελληνικά

Μετάφραση: laikyti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακρατώ, διατείνομαι, εξακολουθώ, διατηρώ, αμπάρι, υποστηρίζω, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Laikyti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laikraštis στα ελληνικά - εφημερίδα, χαρτί, χαρτένιος, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες, την εφημερίδα
  • laikrodis στα ελληνικά - φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
  • laimingas στα ελληνικά - ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
  • laimė στα ελληνικά - διακυβεύω, τύχη, ευδαιμονία, πιθανότητα, κίνδυνος, αποτολμώ, ευκαιρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Laikyti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακρατώ, διατείνομαι, εξακολουθώ, διατηρώ, αμπάρι, υποστηρίζω, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει