Εγκοπή στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκοπή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpjova, griovelis, įpjova, įranta, įkarpa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκοπή
εγκοπή αγγλικά, εγκοπή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκοπή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματολογία στα λιθουανικά - kriminologija, kriminologiją, kriminologijos
- εγκλιματίζομαι στα λιθουανικά - natūralizuotis, aklimatizuoti, Znaturalizować, Naturalizować, prigyja
- εγκράτεια στα λιθουανικά - abstinencija, santūrumas, blaivybės, blaivybė, saikingumas, blaivybę
- εγκρίνω στα λιθουανικά - patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti
Τυχαίες λέξεις
Εγκοπή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išpjova, griovelis, įpjova, įranta, įkarpa
Μεταφράσεις: išpjova, griovelis, įpjova, įranta, įkarpa