Εγκοπή στα ρουμανικά

Μετάφραση: εγκοπή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biciui, crestătură, notch, canelură, gradație, treaptă
Εγκοπή στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκοπή

εγκοπή αγγλικά, εγκοπή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εγκοπή στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματολογία στα ρουμανικά - criminologie, criminologia, criminologiei, criminalistica, criminalistică
  • εγκλιματίζομαι στα ρουμανικά - naturaliza, naturalizarea, se naturaliza, a se naturaliza, studia natura
  • εγκράτεια στα ρουμανικά - abţinere, cumpătare, cumpătării, cumpătarea, temperanței, temperanță
  • εγκρίνω στα ρουμανικά - aproba, aprobe, aprobă, aprobarea, să aprobe
Τυχαίες λέξεις
Εγκοπή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: biciui, crestătură, notch, canelură, gradație, treaptă