Εγκοπή στα σουηδικά

Μετάφραση: εγκοπή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prygla, skåra, hack, notch, skåran, spåret
Εγκοπή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκοπή

εγκοπή αγγλικά, εγκοπή λεξικό γλώσσας σουηδικά, εγκοπή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματολογία στα σουηδικά - kriminologi, Criminology, Kriminolog, Kriminologiska, kriminologin
  • εγκλιματίζομαι στα σουηδικά - naturalisera
  • εγκράτεια στα σουηδικά - abstinens, måtta, röstnedläggelse, återhållsamhet, absolutismrörelse, nykterhets, måttlighet, ...
  • εγκρίνω στα σουηδικά - godkänna, godkänner, godkännande, att godkänna, godkännas
Τυχαίες λέξεις
Εγκοπή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: prygla, skåra, hack, notch, skåran, spåret