Εγκοπή στα τούρκικα

Μετάφραση: εγκοπή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çentik, notch, sınıf, seviye, birinci sınıf
Εγκοπή στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκοπή

εγκοπή αγγλικά, εγκοπή λεξικό γλώσσας τούρκικα, εγκοπή στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εγκληματολογία στα τούρκικα - kriminoloji, Suç, criminology
  • εγκλιματίζομαι στα τούρκικα - alıştırmak, vatandaşlık vermek, vatandaşlık, naturalize, doğallaştırmak, mesrulastirmak
  • εγκράτεια στα τούρκικα - perhiz, ölçülülük, temperance, ılımlılık, ölçülü olmak, itidal
  • εγκρίνω στα τούρκικα - onaylamak, onaylaması, onaylama, onaylanması, onaylar
Τυχαίες λέξεις
Εγκοπή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çentik, notch, sınıf, seviye, birinci sınıf